ἐκφανῶς

ἐκφανῶς
ἐκφανής
showing itself
adverbial (attic epic doric)
ἐκφανόω
pres ind act 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκφανής — ές (AM ἐκφανής, ές) 1. αυτός που εξέχει ανάμεσα στους άλλους ώστε να φαίνεται καλά, ο φανερός, ο εναργής, ο σαφής 2. επιφανής, περιφανής, ένδοξος, περίφημος αρχ. Ι. 1. αυτός που φανερώνει τον εαυτό του, κατάδηλος, σαφής 2. ως ουσ. τὰ ἐκφανῆ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”